- περίσκεπτος
- -η, -ο / περίσκεπτος, -ον, ΝΑνεοελλ.ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένοςαρχ.1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος2. υψηλός3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω γύρω, προφυλαγμένος ολόγυρα («θάλαμος δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ», Ομ. Οδ.)4. αξιοθέατος («ὄφρα γένωμαι σοὶ τὸ περίσκεπτον παίγνιον», Καλλ.)5. αυτός που θαυμάζεται από κάποιον («τὸν χρυσέαισι περίσκεπτον Χαρίτεσσι», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -σκεπτος (< σκέπτομαι), πρβλ. ά-σκεπτος. Η σημ. «προφυλαγμένος καλά» που έχει η λ. στο χωρίο περισκέπτω ἐνὶ χώρῳ τής Οδύσσειας και η οποία θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τη λ. σκέπας «κάλυμμα, σκέπασμα» δεν απαντά, γενικά, στην αρχαία παράδοση].
Dictionary of Greek. 2013.